Στιςποινικές δίκες, το τεκμήριο υπέρ της ανθρώπινης ελευθερίας και το τεκμήριο αθωότηταςεπιτάσσουν κατηγορηματικά, όπως ένας κατηγορούμενος κατά την εκδίκαση της ποινικήςυπόθεσης που αντιμετωπίζει παραμένει ελεύθερος ή έστω όπως εξασφαλιστεί ηπαρουσία του με περιοριστικούς όρους. Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται ηπροφυλάκιση ενός κατηγορουμένου και κατά τεκμήριο αθώου, αποκλειστικά και μόνο όταναποδεικνύεται ενώπιον του Δικαστηρίου από την κατηγορούσα αρχή ότι υφίσταταιείτε (α) κίνδυνος να μη προσέλθει στη δίκη του είτε (β) κίνδυνος επαναδιάπραξηςάλλων αδικημάτων (reoffending) είτε (γ) κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.

Σεαυτό το άρθρο θα ασχοληθώ με τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που αφορούντη κράτηση ενός κατηγορούμενου για το λόγο, ότι εάν αφεθεί ελεύθερος υφίσταται  κίνδυνος διάπραξης άλλων νέων αδικημάτων (reoffending) και την σύγκρουση της νομολογίας μας με αυτή του ΕΔΑΔ. Ταπιο πάνω εγέρθηκαν  στην πάρα πολύπρόσφατη απόφαση του ημερομηνίας 29/06/2020 ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,Ποινική Έφεση Αρ. 31/2020, 32/2020, 29/6/2020, πλην όμως το Ανώτατο Δικαστήριο,αν και συμφώνησε ότι αυτό το ζήτημα είναι: «ενδιαφέρον και πολλές φορέςκαθοριστικό για τη κράτηση» εντούτοις το άφησε ανοικτό, αναβάλλονταςεπ’ αόριστο την επίλυση του.

Μεβάση τη μέχρι σήμερα ισχύουσα νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου γιανα διαταχθεί η κράτηση ενός κατηγορούμενου λόγω ύπαρξης κίνδυνου διάπραξης νέωναδικημάτων, πρέπει να αποδειχθεί στο Δικαστήριο «ισχυρή πεποίθηση» ότιεάν αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος, υπάρχει κίνδυνος ότι θα διαπράξει άλλα αδικήματακαι ότι αυτός έχει «αυξημένη ροπή» και«τάση» προς το έγκλημα. Επίσης μεβάση τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, για να καταλήξει το Δικαστήριο σεσυμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται«ακριβής μαρτυρία». Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του δικαστηρίουστοιχεία δημιουργείται η «ισχυρή εντύπωση» ότι υπάρχει αυτή η «πιθανότητα»(Βλέπε Σιακαλλή ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, 14 Mαΐου, 1997). Και πάλι με βάσητη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου,  προκειμένουνα λάβει χώρα πρόβλεψη ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων από ένακατηγορούμενο πρόσωπο απαιτείται να συ-σταθμίζεται και συνυπολογίζεται ένασύνολο παραγόντων  και η απόφαση γιακράτηση σε τούτη τη νομική βάση, πρέπει να στηρίζεται είτε σε στοιχείαπου προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης, είτε σε εγγενείςενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της.

Το πότε αποδεικνύεται «ισχυρή πεποίθηση» ότι ο υπόδικος έχει «αυξημένηροπή» και «τάση» προς το έγκλημαή το ποια ακριβώς είναι αυτά «τα στοιχεία», που δημιουργούν «ισχυρήεντύπωση», δεν διασαφηνίζεται από τη νομολογία μας και επαφίεται έτσι στηνδιακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου, ανά περίπτωση.

Με αυτό το ασαφές και αόριστοθεωρητικό υπόβαθρο έγινε δεχτό και παγιώθηκε από τη Νομολογία του ΑνώτατουΔικαστηρίου, ότι οι ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίων ενός κατάτεκμήριο αθώου κατηγορούμενου παρά το ότι δεν έχουν εκδικαστεί ούτε τελεσιδικήσει,(είτε είναι καταχωρημένες είτε όχι, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται στα συρτάρια τηςΕισαγγελίας υπό μορφή RCI ή ανεξάρτητα από το πόσο καιρό εκκρεμούν ή ποια μαρτυρίαυπάρχει) είναι παράγοντας που  λαμβάνεταιυπόψη και συ-σταθμίζεται από το Δικαστήριο για να κρίνει εάν στοιχειοθετείτεκίνδυνος επαναδιάπραξης (reoffending) στο πρόσωπο ενός κατηγορούμενου, το ίδιοόπως οι προηγούμενες καταδίκες (βλέπε υποθέσεις Αριστοδήμου ν Δημοκρατίας(2009) 2 ΑΑΔ 567 απόφαση ημερομηνίας 27 Οκτωβρίου, 2009, Μιχαηλίδης ν.Αστυνομίας (Αρ. 2) (2006) 2 ΑΑΔ 255, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν.Pένου Kώστα Κυριάκου και Άλλου (2001) 2 ΑΑΔ 373 και στην υπόθεση Μιχαήλ ν.Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 597).

Νομολογιακήαρχή, που ως έχει καθιερωθεί, ενέχει αντίφαση εν τη εννοιολογική της σημασία,καθ’ ότι η φράση «επανα-διάπραξη» άλλων αδικημάτων, προϋποθέτει εννοιολογικάτην προηγούμενη «διάπραξη» έστω και ενός αδικήματος. Πώς μπορούμε νακάνουμε αναφορά σε προηγούμενη «διάπραξη» άλλου αδικήματος,  όταν αναφερόμαστε αποκλειστικά  σε εκκρεμούσες υποθέσεις, που δεν έχουνεκδικαστεί ή τελεσιδικήσει και όπου ο κατηγορούμενος ενδύεται τον μανδύα τουτεκμηρίου αθωότητας? Δεν είναι προδικαστική κρίση επί της ένοχής του  κατηγορούμενου, όταν λέμε ότι έχει διαπράξειένα αδίκημα, για το οποίο ακόμα κατηγορείται ή θα δικαστεί?

Σταδιακά αυτή η νομολογιακή αρχή κατά τηνεφαρμογή της επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε σε πληθώρα υποθέσεων τα ΚυπριακάΔικαστήρια να έχουν αποφασίσει τη κράτηση κατηγορουμένων, με λευκό ποινικόμητρώο χωρίς καν να υπάρχει προηγούμενη καταδίκη ή έστω καταδίκη για παρόμοιαςφύσης αδίκημα, μόνο για το λόγο ότι υπήρχαν εναντίων τους εκκρεμούσες υποθέσεις.Σε άλλες περιπτώσεις μάλιστα έτυχε τα Δικαστήρια μας να διατάξουν τη κράτηση κατηγορούμενωνπου είχαν προηγούμενη/ες καταδίκη/ες σε ποινή προστίμου  συνδυαζόμενες με εκκρεμούσες υποθέσεις. Μεαυτό το τρόπο  υπήρξαν περιπτώσεις όπουτα Δικαστήρια που αποφάσισαν τη κράτηση σε αυτή τη νομική και πραγματική βάση,σχεδόν εξομοίωσαν τις άγνωστες εκκρεμούσες υποθέσεις που τίθονταν ενώπιον τουςωσάν να επρόκειτο για προηγούμενες καταδίκες, παραβλέποντας το τεκμήριοαθωότητας και τεκμήριο υπερ. της ανθρώπινης ελευθερίας.

Πρακτική/ες άκρωςεπικίνδυνη/ες για ένα κατηγορούμενο, χωρίς να υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδεςγια τον κίνδυνο κατάχρησης ή αυθαιρεσίας, λαμβανομένου υπόψη ότι η Αστυνομίαμπορεί να καταχωρήσει εναντίων ενός κατηγορούμενου όσες ποινικές υποθέσειςεπιθυμεί, και παράλληλα μπορεί να διερευνήσει και να σχηματίσει όσους ποινικούςφάκελους και RCI θελήσει,ανεξαρτήτως της δύναμης της μαρτυρίας της, αφού όταν εξετάζεται από τοΔικαστήριο ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων στο πρόσωπο ενός κατηγορούμενουπροσώπου, δεν εξετάζεται η δύναμη της υπόθεσης που υπάρχει ενώπιον τουΔικαστηρίου ή των άλλων υποθέσεων που εκκρεμούν, όπως γίνεται για παράδειγμαόταν εξετάζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις αποφασίζεται ηκράτηση του κατηγορούμενου, εξετάζοντας μόνο την όψη ενός κατηγορητηρίου, πουμπορεί να έχει όσες κατηγορίες έχει καταγράψει ο συντάκτης του.

Αντιθέτως με τη πιο πάνω νομολογία του ΑνώτατουΔικαστηρίου και πρακτική των Κυπριακών Δικαστηρίων το ΕΔΑΔ, στην  υπόθεση PERICA OREB v. CROATIA[1], ξεκάθαρα και κατηγορηματικά αποφάσισε με απόλυτουςόρους ότι παράλληλες ποινικές διαδικασίες που δεν έχουν τελεσιδικήσει, ΔΕΝΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΥΠΟΨΗ. Όπως το ανέλυσε στη παράγραφο 113 της απόφασης του το ΕΔΑΔ,η αρχή του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας απαιτεί όπως να μην αναφέρονταιαπλώς εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες διαδικασίας ως απόδειξη της τάσης ενόςκατηγορούμενου να διαπράττει ποινικά αδικήματα.[2]Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε και στην πρόσφατη υπόθεση SEJDIJI v. THE FORMER YUGOSLAVREPUBLIC OF MACEDONIA,[3] που αφορούσε πολύ σοβαρές κατηγορίες οργανωμένουεγκλήματος και που το ΕΔΑΔ επανάλαβε την αρχή που έθεσε στην υπόθεση PERICA OREB v. CROATIA. Αν ανατρέξει κάποιος στις πιο πάνω υποθέσεις  θα διαπιστώσει ότι δεν επρόκειτο απλά γιαεκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις, αλλά για ποινικές υποθέσεις όπου είχανεκδικαστεί Πρωτόδικα, βρέθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και εκκρεμούσε έφεσηεναντίων της καταδικαστικής απόφασης. Πόσο μάλλον στη δική μας νομολογία πουλαμβάνονται υπόψη, απλά εκκρεμούσες υποθέσεις

 

Διαβάζονταςτη νομολογία του ΕΔΑΔ όπως έχει διαμορφωθεί μετά την υπόθεση OREB, θεωρώ ότι πλέον, είναι εξαιρετικά δύσκολο για  ένα Κυπριακό Δικαστήριο να αποφασίσει τηνκράτηση ενός κατηγορουμένου προσώπου επειδή απλά και μόνο εκκρεμούν εναντίωντου ποινικές υποθέσεις ή εάν διερευνώνται εναντίων του ποινικές υποθέσεις.

Τοθέμα ενδεχομένως να έχει και άλλες προεκτάσεις, γιατί εάν δεν λαμβάνονται υπόψηοι εκκρεμούσες υποθέσεις, με το αιτιολογικό ότι αυτή η πρακτική παραβιάζει τοτεκμήριο αθωότητας, τότε θα μπορούσε να λεχθεί ότι απαγορεύεται να ειπωθούν ήέστω να αναφερθούν αυτές οι εκκρεμούσες υποθέσεις στο Δικαστήριο από τηκατηγορούσα αρχή (όπως γίνεται με τις καταδίκες που έχουν αποκατασταθεί) και ηενδεχόμενη αναφορά τους να συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφούστοχεύει προφανώς στην μόλυνση του Δικαστηρίου με τη δημιουργία μιας δυσμενούςεικόνας για ένα κατηγορούμενο στο Δικαστήριο με γεγονότα άσχετα και μηδενικήςαποδεικτικής βαρύτητας.

Η πιοπάνω σύγκρουση της νομολογίας μας με την νομολογία του ΕΔΑΔ εγέρθηκε, ωςεπίδικο, από την υπεράσπιση  στην πάραπολύ πρόσφατη υπόθεση ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.31/2020, 32/2020, απόφαση του ημερομηνίας 29/06/2020, όπου το ΑνώτατοΔικαστήριο αντιλαμβανόμενο τη σοβαρότητα του όλου θέματος  ζήτησε από το γραφείο του Γ.Ε όπωςτοποθετηθεί επι των  αποφάσεων και όρισεεπιπρόσθετη ημερομηνία δια να αγορεύσουν οι δυο πλευρές δια το συγκεκριμένοθέμα. Παραδόξως και ανεξάρτητα με το τι προηγήθηκε και ενώ στην απόφαση  του το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι «ηεπίλυση του όντως ενδιαφέροντος και πολλές φορές καθοριστικού ζητήματος για τηνορθή εκτίμηση της παραμέτρου του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων»,εντούτοις άφησε ανοικτό το θέμα χωρίς να το επιλύσει. Ουσιαστικά ενώ το Α.Δκατά το στάδιο της ακρόασης ενώ αναγνώρισε τη σοβαρότητα του θέματος γιατη  κράτηση κατηγορουμένων προσώπων,   εν τέλει «ένιψε τας χείρας του» σε τούτη την  σύγκρουση μεταξύ νομολογίας Ανωτάτου και ΕΔΑΔ,αφήνοντας αναπάντητο ένα τόσο σοβαρό και ουσιαστικό ερώτημα το οποίο άπτεταιτου υπέρτατου αγαθού, της ανθρώπινης ελευθέριας.

Μεκάθε σεβασμό διαφωνώ με την απόφαση του Εφετείου να μην τοποθετείται επι ενόςτόσο σοβαρού  θέματος, να μην αποφασίζειεπί των ερωτημάτων τα οποία έθεσε η υπεράσπιση και να μην προβαίνει σεκαθοδήγηση στα κατώτερα δικαστήρια, αφ’ ης στιγμής μάλιστα τα ερωτήματα δενήταν ακαδημαϊκής φύσεως και έθεταν με ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο τησύγκρουση και αντίθεση της νομολογίας μας με αυτή του ΕΔΑΔ. Ερωτήματα  μάλιστα που μας ταλανίζουν, αφού εγείρονταικαθημερινά ενώπιον των Πρωτόδικων Δικαστηρίων, τόσο από την υπεράσπιση όσο καιαπό τη κατηγορούσα αρχή. Και πάλι αφήνεται έτσι το ερώτημα να αιωρείται και νααναβάλλεται επ’ αόριστο η απάντηση του, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να υφίσταται μεγάληανασφάλεια δικαίου στο σύστημα ποινικής μας δικαιοσύνης, τόσο από πλευράςκατηγορούσας αρχής όσο και από πλευράς υπεράσπισης, όσον αφορά πάντοτε τηκράτηση κατηγορουμένων προσώπων που εκκρεμούν εναντίων τους άλλες ποινικέςυποθέσεις που δεν έχουν τελεσιδικήσει.

Συγκρούεταιη νομολογίας μας επί του θέματος με αυτή του ΕΔΑΔ? Εάν ναι, ποια δεσμεύει ταΠρωτόδικα δικαστήρια μας? Ποια δεσμεύει τη κατηγορούσα αρχή? Πώς θασυμβουλέψουμε τους πελάτες μας όταν είναι άτομα λευκού ποινικού μητρώου, και θαζητηθεί η κράτηση τους στη βάση εκκρεμούσαν υποθέσεων, με βάση τη νομολογία τουΕΔΑΔ ή με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου?

Έχω την άποψη ότι απάντηση στο ερώτημα κατάπόσο συγκρούεται η νομολογία μας με αυτή του ΕΔΑΔ ή κατά πόσο η υπόθεση OREB, έρχεται να αναιρέσει προηγούμενη νομολογία  δίδει η ίδια η νομολογία του ΑνώτατουΔικαστηρίου σύμφωνα με την οποία όλες οιΣυνταγματικές διατάξεις που αφορούν το μέρος ΙΙ του κυπριακού Συντάγματος,πρέπει να ερμηνεύονται, σε αρμονία με τη σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ,[4] που σε πλήθος αποφάσεών του το ΕΔΑΔ ακολουθεί μιαεξελικτική προσέγγιση της Σύμβασης κατανοώντας την ως ένα «ζωντανό όργανο», πουπρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των εκάστοτε σύγχρονων συνθηκών.[5] Για λόγους που ανάγονται στην προστασία του δικαιώματοςτης προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη τοπλαίσιο προστασίας του δικαιώματος σύμφωνα με τη Σύμβαση,[6] ενώ στη βάση της διεθνούς βιβλιογραφίας δεσμεύεται οΕθνικός Δικαστής από το νομολογιακό προηγούμενο και δεδικασμένο των αποφάσεωντου ΕΔΔΑ.[7]  

Ακόμαόμως και εάν υποθέσουμε όμως ότι η εκκρεμούσα υπόθεση είναι ένα στοιχείο πουπρέπει να λαμβάνει υπόψη και να «συνυπολογίζει» το Δικαστήριο, μετά τηναπόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση OREB, πλέον απόμόνη της μια εκκρεμούσα υπόθεση, είναι ένα στοιχείο μηδενικής αξίας. Μετά  την υπόθεση OREB το στοιχείο της εκκρεμούσας υπόθεσης είναι μειωμένης αποδεικτικήςβαρύτητας και όταν τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου για να αντισταθμίζεται,πρέπει να του αποδίδεται μειωμένη ή σχεδόν μηδαμινή βαρύτητα και αμφιβάλλω κατάπόσο μπορούν πλέον από μόνες τους οι εκκρεμούσες υποθέσειςστοιχειοθετήσουν τη κράτηση ενός κατά τεκμήριο αθώου κατηγορούμενου.

Δυστυχώς,το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, δενάδραξε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει το ζήτημα και ως επακόλουθο συνεχίζει ναπαραμένει θολό το σημείο, και μέχρι σήμερα να αποφασίζεται η κράτησηκατηγορουμένων, επειδή εκκρεμούν εναντίων τους ποινικές υποθέσεις, πρακτική πουέχει αποφασιστεί ήδη από το ΕΔΑΔ στις πιο πάνω αποφάσεις του ότι έρχεται σεαντίθεση με το τεκμήριο αθωότητας και άρα να γίνονται καθημερινές συζητήσεις σταπρωτόδικα δικαστήριο εάν η κράτηση ενός κατηγορουμένου, στη βάση εκκρεμούσωνυποθέσεων,  παραβιάζει θεμελιώδη Συνταγματικάτου δικαιώματα.

 


[1] Βλέπε PERICA OREB v. CROATIA (Applicationno. 20824/09) 31 October 2013, (παράγραφο113)

[2] Η ενλόγω υπόθεση αφορούσε κρατούμενο που κατηγορείτο για αδικήματα διακίνησηςναρκωτικών σε 4 διαφορετικές χώρες. Επρόκειτο για βαρετό χρήστη ναρκωτικών, άνεργοπου είχε καταδικαστεί Πρωτόδικα σε άλλες ποινικές υποθέσεις εναντίων των οποίωνεκκρεμούσε έφεση Τα εθνικά δικαστήρια επέκτειναν την κράτησή του με βάση τονκίνδυνο επαναδιάπραξης (reoffending),βασιζόμενα αρκετές φορές στο γεγονός ότι είχε «καταδικαστεί» για ανάλογεςπαραβάσεις, ενώ στην πραγματικότητα εκρεμούσαν εναντίων του παράλληλες ποινικέςδιαδικασίες που μόνο προς το τέλος της περιόδου κράτησης επήλθε τελεσιδικία. Ενπροκειμένω, το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 παράγραφος 3 της ΕΣΔΑ, καιτου άρθρου 6 παράγραφος 2 ΕΣΔΑ, καθώς οι ισχυρισμοί για αυτές τις παράλληλεςδιαδικασίες, που εκρεμοδικούσαν θεωρήθηκαν ως δεδομένοι, και άρα κρίθηκε ηενοχή του Αιτητή πριν την  ύπαρξη τελικήςετυμηγορίας του Δικαστηρίου για την ενοχή του, παραβιάζοντας έτσι το τεκμήριο αθωότητας του.

[3]Βλέπε SEJDIJI v. THE FORMERYUGOSLAVREPUBLIC OF MACEDONIA (Application no. 8784/11)  7 June 2018 παράγραφο 38, όπου αναφέρθηκε ξεκάθαρα τα εξής: «The Court haspreviously held that when there is no formal finding of a previous crime by afinal conviction, the principle of the presumption of innocence requires thatproceedings that are merely pending cannot be referred to as  proof of a propensity to commit criminaloffences (see Perica Oreb v. Croatia, no. 20824/09, § 113, 31 October)».

[4] Όπωςλέχτηκε στην υπόθεση Varnavas Christofi Fouri a.o v. The Republic(1982) 2 C.L.R 120 «αποτελείνομολογιακή Αρχη , ότι Συνταγματικές διατάξεις που προέρχονται από διεθνείςΣυνθήκες ερμηνεύονται σύμφωνα με την Νομολογία των δικαιοδοτικών οργανών πουέχουν την καθ΄υλη αρμοδιότητα της ερμηνείας των συνθηκών αυτών».

[5]Ενδεικτικά βλ. υπόθεση Tyrer v. UK 25.4.1978, serie A’ no 26 παρ. 32,Λουιζίδου κατά Τουρκίας απόφαση 23.3.1995, Airey v Irelandαπόφαση 9.10.1979, υπόθεση Goodwin ν UK και υπόθεση Hatton ν UK (2003), στιςοποίες το ΕΔΑΔ Δικαστήριο του Στρασβούργου απεφάνθη ότι τα δικαιώματα πουπεριέχονται στην ΕΣΔΑ υπόκεινται συχνά σε μια «εξελικτική ερμηνεία», ώστε ναμην μένουν απολιθωμένα ως αφηρημένες έννοιες αλλά να ανταποκρίνονται στηνπραγματικότητα

[6] Βλ. Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματακαι Ελευθερίες, Δρ Κώστας Παρασκευάς σελ 13-14

[7] Βλέπε Ζολώτας Τ., Η δέσμευση του εθνικού δικαστή από τονομολογιακό προηγούμενο και δεδικασμένο των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, δημοσιευμένοστον ιστότοπο www. constitutionalism.gr